- στορεύς
- στορεύς, έως, ὁ,A one who spreads smooth, metaph. a calmer, Hsch.II the undermost of two substances by which fire is produced (cf. πυρεῖον), Sch.A.R.1.1184.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στορεύς — one who spreads smooth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στορεύς — έως, ὁ, Α βλ. στορέας … Dictionary of Greek
στορέας — ο / στορεύς, έως, ΝΑ νεοελλ. 1. ναυτ. μεταλλικό εσωτερικό περίβλημα οφθαλμού ή εξωτερικό στύλου για προστασία τους από την τριβή αλυσίδας ή συρματόσχοινου 2. τεχνολ. σωληνοειδές περίβλημα, ελαστικό ή άκαμπτο, με το οποίο μπορούν να συνδεθούν… … Dictionary of Greek
στορέω — στόρεννυμι fut ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) στορεύς one who spreads smooth masc acc sg (epic ionic) στορεύς one who spreads smooth masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στορά — ἡ, Α υπόστρωμα από πέτρες, πάνω στο οποίο γινόταν η πλακόστρωση ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στορ τού στόρνυμι* (πρβλ. στορεύς)] … Dictionary of Greek
στορεῖ — στόρεννυμι fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) στόρεννυμι fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) στορεύς one who spreads smooth masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)